-
1 скоростной
επ.1. της ταχύτητας•-ая единица μονάδα ταχύτητας•
скоростной регулятор ρυθμιστής ταχύτητας.
2. μεγάλης ταχύτητας•скоростной поезд η ταχεία αμαξοστοιχία.
|| ταχύς, γρήγορος. -
2 локомотив
η σιδηροδρομική μηχανήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > локомотив
-
3 наддув
η υπερσυμπίεσηη υπερπλήρωσηη υπερτροφοδότησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наддув